ἀργυροκόπος

ἀργυροκόπος
ἀργῠρο-κόπος, , ([etym.] κόπτω)
A coiner, Phryn.Com.5.
II silversmith, Plu.2.830e, SIG 1263 ([place name] Smyrna), Poll.7.102,103, LXX Jd.17.4, Act.Ap.19.24, PHaw. 68.3 (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αργυροκόπος — ἀργυροκόπος, ο (Α) 1. ο αργυροχόος 2. αυτός που κόβει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • ἀργυροκόπος — coiner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπε — ἀργυροκόπος coiner masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόποι — ἀργυροκόπος coiner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόποις — ἀργυροκόπος coiner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπον — ἀργυροκόπος coiner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπου — ἀργυροκόπος coiner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπους — ἀργυροκόπος coiner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπων — ἀργυροκόπος coiner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροκόπῳ — ἀργυροκόπος coiner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”